κασελάκι

κασελάκι
το
1. μικρή κασέλα, μπαουλάκι, σεντουκάκι
2. το φορητό μικρό κιβώτιο τών υποδηματοστιλβωτών, τών λούστρων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κασελάκι — το υποκορ. του κασέλα μικρή κασέλα: Στο κασελάκι έβαζε τα εσώρουχά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”